ἄκορος
From LSJ
Full diacritics: ἄκορος | Medium diacritics: ἄκορος | Low diacritics: άκορος | Capitals: ΑΚΟΡΟΣ |
Transliteration A: ákoros | Transliteration B: akoros | Transliteration C: akoros | Beta Code: a)/koros |
ον,
A = ἀκόρεστος: untiring, ceaseless, εἰρεσία Pi.P.4.202.
[Seite 77] (unersättlich), ununterbrochen, εἰρεσία Pind. P. 4, 202. ἡ, Pflanze, Calmus, Theophr.
ἄκορος: -ον, ἀκόρεστος: ὁ μὴ εἰς κόπωσιν ὑποκείμενος, ἀδιάκοπος, εἰρεσία, Πινδ. Π. 4. 360.