δύσερως
ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)
German (Pape)
[Seite 680] ωτος (att. δύσερω nach B. A. 1197), nach Suid. ὁ σφόδρα κακῶς ἐρῶν ἢ ὁ ἐπὶ κακῷ ἐρῶν; 1) perdite, misere amans, heftig, mit verzehrender Leidenschaft begehrend, liebend; τῶν ἀπόντων Thuc. 6, 13; τῶν ἀφροδισίων Xen. Oec. 12, 13; Lys. 4, 8; Luc. Tim. 26. In Anth. bes. von Knabenliebe; Mel. 18. 72 (XII, 81. 137); Strat. 11 (XII, 15); Πάν Ep. ad. 258 (IX, 825). – 2) unglücklich liebend; Eur. Hipp. 193; Ἔρως δ. Plut. Pericl. 20. – 3) nicht zärtlich, sich nicht leicht verliebend, Theocr. 6, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δύσερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ἐμπαθῶς ἐρῶν τινος, Λατ. perdite, misere amans, τινος Εὐρ. Ἱππ. 194, Θουκ. 6. 13, κτλ.· ἀπολ., Λυσ. 101. 19·― συχνὸν ἐν τῇ Ἀνθ. ΙΙ. ὁ δυσκόλως ἐρῶν, ἀναίσθητος εἰς τὸν ἔρωτα, Θεόκρ. 6. 7, Καλλ. Ἐπιγρ. 42. 6. ΙΙΙ. δυστυχής, ἔρως δύσερως Πλούτ. Περ. 20.