χαλαίπους
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος:—
A with loose, trailing feet, halting, Ἥφαιστος Nic.Th.458; vv.ll. χωλοίπους, κυλλόπους.
German (Pape)
[Seite 1326] ποδος, ὁ, ἡ, neutr. πουν, mit schlaffen, schleppenden Füßen, schleppfüßig, hinkend, v. l. für χωλοίπους od. κυλοίπους bei Nic. Th. 458.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλαίπους: ὁ, ἡ, οὐδέτ. -πουν· ― ὁ ἔχων τοὺς πόδας χαλαρούς, ὁ σύρων αὐτοὺς περιπατῶν, χωλὸς, Ἥφαιστος Νικ. Θηρ. 458· διάφορ. γραφαί: χωλοίπους, κυλοίπους.