καινοπρέπεια
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡ,
A novelty, τοῦ σχήματος Eust.93.31.
German (Pape)
[Seite 1294] ἡ, das Aussehen von etwas Neuem, ἡ κ. τοῦ σχήματος, neue Gestaltung, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
καινοπρέπεια: ἡ, τὸ καινοπρεπὲς πράγματός τινος, Εὐστ. 93. 31.