λευκοδέρματος
From LSJ
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
English (LSJ)
ον, gloss on sq., Hsch.
German (Pape)
[Seite 33] weißhäutig, Hesych. Erkl. von λευκοδίφθερος.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοδέρμᾰτος: -ον, ἔχων λευκὸν δέρμα ἢ δοράν, Ἡσύχ. ἐν λ. λευκοδίφθερος.