ἐκφάντωρ
From LSJ
English (LSJ)
sine expl., Id.
German (Pape)
[Seite 784] ορος, ὁ, Offenbarer, Dion. Areop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφάντωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἐκφαίνων, ὁ ἀποκαλύπτων, ὁ τῶν μυστηρίων τὰ ἄρρητα συμβολικῶς ἐκφαίνων, = ἱεροφάντης, Μάξ. Ὁμολ. Σχόλ. 193Β.