θυηκόος
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
ὁ,= θυοσκόος, Hsch.; cf. θυηχόος.
German (Pape)
[Seite 1221] zsgz. θυηκοῦς, für θυοσκόος, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
θυηκόος: ὁ, = θυοσκόος, Ἡσύχ.∙ συνηρ. τις τύποις: τοῦ θυηκοῦ ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1. 79., 11. 95, ἴδε Böckh σ. 281.