κάμμορον
From LSJ
English (LSJ)
τό, variant for
A κάμμαρος 11 (q.v.): expld. as, = κακόμορον, Erot. s.v. καμμάρῳ, cf. Sch.Nic.Al.41; but, = κώνειον, Zeno Herophileus ap.Gal.19.108.
German (Pape)
[Seite 1317] τό, ein kühlendes Mittel, Hippocr.; = ἀκόνιτον, Nic. Al. 40; Diosc. Vgl. das Folgde u. κάμμαρος.
Greek (Liddell-Scott)
κάμμορον: τό, «ψυκτικὸν φάρμακον», κατὰ τὸν Ζεῦξιν, κατὰ δὲ Ζην. τὸν Ἡροφίλειον τὸ «κώνειον», Γαλην. τῶν Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 490, Ἱππ. 418, 24· ἢ τὸ ἀκόνιτον, Νικ. Ἀλεξιφ. 41· ἴδε Foës Oecon.