κάμμορον

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάμμορον Medium diacritics: κάμμορον Low diacritics: κάμμορον Capitals: ΚΑΜΜΟΡΟΝ
Transliteration A: kámmoron Transliteration B: kammoron Transliteration C: kammoron Beta Code: ka/mmoron

English (LSJ)

τό, variant for κάμμαρος ΙΙ (q.v.): expld. as, = κακόμορον, Erot. s.v. καμμάρῳ, cf. Sch.Nic.Al.41; but, = κώνειον, Zeno Herophileus ap.Gal.19.108.

German (Pape)

[Seite 1317] τό, ein kühlendes Mittel, Hippocr.; = ἀκόνιτον, Nic. Al. 40; Diosc. Vgl. das Folgde u. κάμμαρος.

Greek (Liddell-Scott)

κάμμορον: τό, «ψυκτικὸν φάρμακον», κατὰ τὸν Ζεῦξιν, κατὰ δὲ Ζην. τὸν Ἡροφίλειον τὸ «κώνειον», Γαλην. τῶν Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 490, Ἱππ. 418, 24· ἢ τὸ ἀκόνιτον, Νικ. Ἀλεξιφ. 41· ἴδε Foës Oecon.

Greek Monolingual

κάμμορον, τὸ (Α)
1. ψυκτικό φάρμακο
2. ποικιλία του φυτού κάμαρος
3. κώνειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κάμαρος.