ἀνακτητικός
From LSJ
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
English (LSJ)
ή, όν,
A recuperative: ἀνακτητικόν· γλήχων, Hsch. (cf. ἀνακτάομαι 1.2).
German (Pape)
[Seite 194] geschickt wieder zu erlangen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακτητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἀνάρρωσιν, ἀμφ. παρὰ Διοσκορ.