συναθλέω

From LSJ
Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναθλέω Medium diacritics: συναθλέω Low diacritics: συναθλέω Capitals: ΣΥΝΑΘΛΕΩ
Transliteration A: synathléō Transliteration B: synathleō Transliteration C: synathleo Beta Code: sunaqle/w

English (LSJ)

   A = συναγωνίζομαι, τινι with one, Ep.Phil.4.3; struggle together, τινι for a thing, ib.1.27.    II impress by practice upon, μεταφορᾶς μνήμῃ συνηθλημένης D.S.3.4.

German (Pape)

[Seite 997] wie συναγωνίζομαι, im Kampfe beistehen, Sp., μεταφορᾶς μνήμῃ συνηθλημένης, D. Sic. 3, 4, durch Uebung dem Gedächtniß eingeprägt.

Greek (Liddell-Scott)

συναθλέω: συναγωνίζομαι, αἵτινες ἐν τῷ εὐαγγελίῳ συνήθλησάν μοι Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππ. δ΄ 3· ἀγωνίζομαι ὁμοῦ, ἀπὸ κοινοῦ, μιᾷ ψυχῇ συναθλοῦντες τῇ πίστει τοῦ εὐαγγελίου αὐτόθι α΄ 27. ΙΙ. δι’ ἀσκήσεως ἐντυπώνω, μεταφορᾶς μνήμῃ συνηθλημένης Διόδ. 3. 4. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 416, ὁ τύπος συναθλεύω εἶναι μεταγεν.