διεξεργάζομαι
From LSJ
English (LSJ)
A work out, effect, κακά Pl.Lg.798d. II make away with, v.l.in Hdt.5.92.γ and D.H.6.35.
German (Pape)
[Seite 619] ganz vollenden, vollbringen; κακά Plat. Legg. VII, 798 d; dah. = zu Grunde richten, Dion. Hal. 6, 35.
Greek (Liddell-Scott)
διεξεργάζομαι: ἀποθ., ἐξεργάζομαι ἐντελῶς, ἀποτελειῶ, Πλάτ. Νόμ. 798D. ΙΙ. ἀφανίζω, καταστρέφω, Διον. Ἁλ. 6. 35.