διεζευγμένως
From LSJ
English (LSJ)
Adv., (διαζεύγνυμι)
A discretely, of ratios, Nicom.Ar. 2.24.
German (Pape)
[Seite 617] getrennt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διεζευγμένως: ἐπίρρ. (διαζεύγνυμι) χωριστά, κεχωρισμένως, Ἰουστῖν. Μ.
Full diacritics: διεζευγμένως | Medium diacritics: διεζευγμένως | Low diacritics: διεζευγμένως | Capitals: ΔΙΕΖΕΥΓΜΕΝΩΣ |
Transliteration A: diezeugménōs | Transliteration B: diezeugmenōs | Transliteration C: diezevgmenos | Beta Code: diezeugme/nws |
Adv., (διαζεύγνυμι)
A discretely, of ratios, Nicom.Ar. 2.24.
[Seite 617] getrennt, Sp.
διεζευγμένως: ἐπίρρ. (διαζεύγνυμι) χωριστά, κεχωρισμένως, Ἰουστῖν. Μ.