γονυκλινής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A on bended knee, γ. ἐχόμενός τινος POxy.1089.31 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 502] ές, kniebeugend, Schol. Il. 9, 502; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
γονυκλῐνής: -ές, ἔχων τὸ γόνυ κεκαμμένον, Εὐσ.· καὶ γονυκλισία, ἡ, Ὠριγ. 1, 552a, Βασίλ. 3, 877a (Migne).