κεραυνεγχής
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ές,
A = ἐγχεικέραυνος, B.7.48.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνεγχής: -ές, = ἐγχεικέραυνος, Βακχυλ. VII. 48 (Blass).