ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox
Dor. εὐ-κᾱλία, ἡ,
A quiet, Hsch.
εὐκηλία: ἡ, ἡσυχία, Ἡσύχ. (εὐκαλεία κῶδ.).