ἁμαρτωλή
From LSJ
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
English (LSJ)
ἡ,
A = ἁμαρτία, Thgn.327, Rhian.1.12; ἁ. διαίτης Aret. CD1.6.
German (Pape)
[Seite 117] ἡ, Fehler, Vergehen, Theogn. 325 u. öfter; Rhian. 1. νόοιο.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαρτωλή: ἡ, = ἁμαρτία, Θέογν. 327, Ριανὸς (1. 12) παρὰ Στοβ. 54. 19· ἁμ. διαίτης, Ἀρεταῖ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6.