σκεπεινός
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
ή, όν,=
A σκεπανός, σκεπεινὴν νηῒ καταγωγὴν ἔχει Scymn.336; ἐν τοῖς σ. in the sheltered places, LXX Ne.4.13(7): written σκεπηνός in Ath.Med. ap. Orib.inc.23.2, Archig. ap.Orib.46.25.7; σκεπινός PHolm.11.39.
Greek (Liddell-Scott)
σκεπεινός: -ή, -όν, = σκεπανός, ὑπὲρ αὐχένος σκεπεινῆς (κοινῶς ταπεινῆς) Σκύμν. 335· ἐν τοῖς σκεπεινοῖς, εἰς τόπους ἐσκεπασμένους, προφυλαττομένους, Ἑβδ. (Νεεμ. Δ', 13).