ἑλικός
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ή, όν,
A eddying, of water, Call.Fr.290 (Sup.); χορεία Hymn.Is.155.
German (Pape)
[Seite 797] sich windend, wirbelnd, Call. frg. 290.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλῐκός: ἡ, ον, ὁ περιδινούμενος, ἐπὶ ὕδατος, τὸ ἑλικοειδῆ ἔχον τὴν ῥεῦσιν, ἑλικώτατον ὕδωρ Αἰσήπου Καλλ. Ἀποσπ. 290· ἐπὶ χοροῦ, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 65.