ἀκουστός
From LSJ
Χρηστοῦ παρ' ἀνδρὸς χρὴ σοφόν τι μανθάνειν → Doceat te oportet vir probus sapientiam → Von einem Fachmann eigne dir was Weises an
English (LSJ)
ή, όν,
A heard, audible, h.Merc.512, Hp.Insomn.86, Pl.Ti.33c, Phld.Herc. 698.20, etc.; opp. θεατός, Isoc.2.49. II that should be heard, with neg., δεινόν, οὐκ ἀ. S.OT1312, cf. E.Andr.1084.
German (Pape)
[Seite 78] hörbar, Xen. Cyr. 1, 6, 2; Isocr. 2, 49 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκουστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀκούω, ὁ δυνάμενος νὰ ἀκουσθῇ, ὁ ἀκουόμενος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 512, Πλάτ., κτλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θεατός, Ἰσοκρ. 42C. II. ὅ,τι πρέπει νὰ ἀκουσθῇ, Σοφ.· Ο. Τ. 1312· ἀκοῦσαι δ’ οὐκ ἀκούσθ’ ὅμως θέλω, Εὐρ. Ἀνδρ. 1084.