ἐλαττονότης
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A being less, opp. μειζονότης, Iamb.in Nic.p.33 P.
German (Pape)
[Seite 790] ητος, ἡ, das Kleiner-, Wenigersein, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαττονότης: ἡ, τὸ ἀφῃρημένον τοῦ ἐλάττων, ἀντίθετον τῷ μειζονότης, Ἰάμβλ. περὶ τῆς Νικομάχου Ἀριθμ. Εἰσαγ. σ. 45.