κατῆλιψ

From LSJ
Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατῆλιψ Medium diacritics: κατῆλιψ Low diacritics: κατήλιψ Capitals: ΚΑΤΗΛΙΨ
Transliteration A: katē̂lips Transliteration B: katēlips Transliteration C: katilips Beta Code: kath=liy

English (LSJ)

ῐφος, ἡ, variously expld. as

   A ladder, roof-beam, upper story, etc. in Ar.Ra.566, cf. Sch.ad loc., Poll.7.123, Hsch.; also used by Luc.Lex.8.

German (Pape)

[Seite 1400] ιφος, ἡ, das obere Geschoß des Hauses, Ar. Ran. 566, Schol. ἡ μέσοδμος, VLL. erkl. τὴν μέσην στέγην, Andere erkl. τὴν κλίμακα, vgl. Luc. Lex. 8. Die Ableitung ist dunkel, gew. führt man es auf ἦλιψ, Schuh, Sockel, zurück, vgl. Choerob. in B. A. 1200 u. Lob. Paralipp. 290.

Greek (Liddell-Scott)

κατῆλιψ: ῐφος, ἡ, Δωρικ. κατᾶλιψ, τὸ ἄνω πάτωμα οἰκίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 566· ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν κλίμακα (ὡς φαίνεται ὅτι δέον νὰ ἐκληφθῇ ἐν Λουκ. Λεξιφ. 8)· ἕτεροι δὲ ὡς σημαίνουσαν τὴν στέγην. (Δύσκολος εἶνε ἡ συσχέτισις τῆς λέξεως πρὸς τὸ ἦλιψ, πέδιλον, ἴδε Λοβ. Παραλ. 290, ὁ Ἡσύχ. ἔχει «ἄλιψ ἢ ἆλιψ· πέτρα»).