ἀστερίζω

From LSJ
Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστερίζω Medium diacritics: ἀστερίζω Low diacritics: αστερίζω Capitals: ΑΣΤΕΡΙΖΩ
Transliteration A: asterízō Transliteration B: asterizō Transliteration C: asterizo Beta Code: a)steri/zw

English (LSJ)

   A arrange in constellations, Hipparch.1.4.5 (Pass.), al.; mark with stars, Ptol.Geog.1.23.3 (Pass.); cast a nativity, Vett.Val.187.15.

German (Pape)

[Seite 375] in einen Stern verwandeln, ἠστερικέναι Plut. Plac. phil. 2, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστερίζω: μέλλ. -ίσω, μεταβάλλω εἰς ἀστέρα, Ἀναξαγόρας τὸν περικείμενον αἰθέρα... ἀναρπάζοντα πέτρους ἐκ τῆς γῆς καὶ καταφλέξαντα τούτους ἠστερικέναι Πλούτ. 2. 888C. ΙΙ. σημειώνω, στίζω δι’ ἀστέρων, ἐπὶ τῆς κατὰ τὴν τοιαύτην ὑπόθεσιν ἀστεριζομένης ἡμῖν σφαίρας Πτολ. Γεωγρ. 8. 2, 3.