μηλόμελι
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ιτος, τό,
A honey flavoured with quince, Dsc.5.21, Colum.12.47, Artem. 1.60.
German (Pape)
[Seite 173] ιτος, τό, Quittenhonig, Diosc., sonst κυδωνόμελι.
Greek (Liddell-Scott)
μηλόμελι: -ιτος, τό, μέλι παρεσκευασμένον διὰ κυδωνίων, Διοσκ. 5. 39.