διαρρέω

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

Οὐδεὶς τὸ μέλλον ἀσφαλῶς ἐπίσταται (βουλεύεται) → Haud de futuro tota quis deliberat → Die Zukunft bringt, was mit Gewissheit keiner kennt

Menander, Monostichoi, 412
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρέω Medium diacritics: διαρρέω Low diacritics: διαρρέω Capitals: ΔΙΑΡΡΕΩ
Transliteration A: diarréō Transliteration B: diarreō Transliteration C: diarreo Beta Code: diarre/w

English (LSJ)

   A flow through, διὰ μέσου Hdt.7.108; δ. μέσου αὐτοῦ Ael. VH3.1: c. acc., τὴν χώραν Isoc.11.14; δ. εἰς τὴν θάλατταν, of rivers, Arist.HA569a20:—Pass., Epicur.Ep.2p.47U.; to be drenched, ἱδρῶτι Hld.10.13; of a country, ποταμοῖς διαρρεῖσθαι Plu.2.951f: also intr. in Act., τὸ ἔδαφος διαρρέον καὶ τὴν ἰκμάδα παρέχον Thphr.Ign. 41.    2 slip through, τῶν χειρῶν Luc.Anach.28; διὰ τῶν δακτύλων Id.DMort.17.1.    3 of a vessel, leak, ib.10.1.    4 of a report, fade away, die away, Plu.Aem.24.    5 χείλη διερρυηκότα gaping lips, Ar.Nu.873.    II fall away like water, die or waste away, χάρις διαρρεῖ S.Aj.1267; of the moon, wane, πάλιν διαρρεῖ κἀπὶ μηδὲν ἔρχεται Id.Fr.871.8; to be 'boiled to rags', Ar.V.1156; of money, μὴ λαθεῖν διαρρυὲν τἀργύριον D.37.54; of soldiers, δ. ἐκ τῆς στρατοπεδείας Plb.1.74.10; δ. κατὰ πόλεις Plu.Sull.27, etc.; also δ. ὑπὸ πλούτου καὶ μαλακίας, Lat. diffluere luxuria, Id.2.32f, cf. Ages.14, Luc.DMort.11.4, etc.; δ. τῷ βίῳ lead a loose life, Ael.VH9.24.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρέω: μέλλ. διαρρεύσομαι· ἀόρ. διερρύην· πρκμ. διερρύηκα·― ῥέω διὰ μέσου, διὰ μέσου Ἡρόδ. 7. 108· δ. μέσου αὐτοῦ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 1· ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ., τὴν χώραν Ἰσοκρ. 224Β· δ. εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπὶ ποταμῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 2.― Παθ., εἶμαι καταβεβρεγμένος, κάθυγρος, ἱδρῶτι Ἡλιόδ. 10. 13. 2) ἐκφεύγω διὰ μέσου, διολισθαίνω, τῶν χειρῶν Λουκ. Γυμν. 28. 3) ἐπὶ πλοίου, κάμνω νερά, ὁ αὐτ. Νεκρ. Διαλ. 10. 1· τὸ ἔδαφος διαρρέον καὶ τὴν ἰκμάδα παρέχον Θεόφρ. Πυρ. 41. 4) ἐπὶ φήμης, διαδίδομαι, Πλούτ. Αἰμιλ. 25. 5) χείλη διερρυηκότα, διεστηκότα, χαίνοντα, Ἀριστοφ. Νεφ. 873. ΙΙ. διαρρέω ὡς ὕδωρ, ἐξαφανίζομαι, χάρις διαρρεῖ Σοφ. Αἴ. 1267· ἐπὶ τῆς σελήνης, φθίνω, πάλιν διαρρεῖ κἀπὶ μηδὲν ἔρχεται ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 713· ἐπὶ ἀποθανόντος, Ἀριστοφ. Σφ. 1156· ἐπὶ χρημάτων, Δημ. 982. 10· ἐπὶ στρατιωτῶν, δ. ἐκ τῆς στρατοπεδείας, Λατ. dilabi, Πολύβ. 1. 74, 10, πρβλ. Πλούτ. Σύλλ. 27, κτλ.· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἄλλων προσώπων καθόλου, δ. ὑπὸ μαλακίας, Λατ. diffluere luxuria, Πλούτ. 2. 32F, πρβλ. ὁ αὐτ. Ἀγησ. 14, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 11. 4, κτλ.· δ. τῷ βίῳ, διάγω ζωὴν ἀνειμένην καὶ παραλελυμένην, Αἰλ. Π. Ἱστ. 9. 24.