σύνθωκος
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
English (LSJ)
ον,
A = σύνθακος, Jul. Or.5.166b. II Subst. σύνθωκος, ὁ, public seat, Sophr.153.
German (Pape)
[Seite 1025] = σύνθακος, Oenom. Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
σύνθωκος: -ον, = σύνθακος, Οἰνόμαος ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 223C. ΙΙ. κάθισμα, ἕδρα, «θῶκοι καὶ ὡς Σώφρων φησὶ σύνθωκοι» Πολυδ. Θ΄, 46.