ἐρασιπλόκαμος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A decked with love-locks, Ibyc.9, Pi.P.4.136.
German (Pape)
[Seite 1017] lockenliebend, schönlockig, Τυρώ Pind. P. 4, 136, Κασσάνδρα Ibyc. 15; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρᾰσιπλόκᾰμος: -ον, ἔχων ἐπεράστους πλοκάμους, Ἴβυκ. 8, Πινδ. Π. 4. 242.