ὑπερκατάληκτος
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ον,
A hypercatalectic, Heph.4.4, Aristid.Quint.1.23.
German (Pape)
[Seite 1197] s. καταληκτικός, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκατάληκτος: -ον, ἴδε καταληκτικός.