κοσμώ
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
οῦς, ἡ,
A priestess of Pallas, Lycurg.Fr.48, Ister 16.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμώ: -οῦς, ἡ, ἱέρεια τῆς Παλλάδος, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. τραπεζοφόρος.