κούφισμα
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ατος, τό, = foreg., E.Ph.848 (pl.), Plu.2.114c.
German (Pape)
[Seite 1497] τό, das Erleichtern, die Erleichterung, Unterstützung; χειρὸς θυραίας ἀμμένειν κουφίσματα Eur. Phoen. 855; – πρὸς τὰς τύχας, Trost, Plut. Consol. ad Apoll. p. 349.
Greek (Liddell-Scott)
κούφισμα: τό, = κούφισις, Εὐρ. Φοίν. 848. Πλούτ. 2. 114C.