ἀρωματίτης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ, fem. ἀρωμᾰτ-ῖτις, ιδος, ἡ,
A = ἀρωματικός, οἶνος Id.5.54; σχοῖνος Str.16.2.16.
German (Pape)
[Seite 368] ὁ, οἶνος, mit Gewürz abgezogen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρωματίτης: -ου, ὁ, -ῖτις, ιδος ἡ, = ἀρωματικός, ἀρωματίτης οἶνος Διοσκ. 5. 64.