ἀναβιβαστέον
From LSJ
English (LSJ)
A one must cause to mount, τοὺς ἱππέας X.Eq.Mag.1.2; ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀ. ὡς νεωτάτους Pl.R.467e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβῐβαστέον: ῥημ. ἐπίθ. = δεῖ ἀναβιβάζειν, τοὺς ἱππέας Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 2· ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀναβ. τοὺς νεωτάτους Πλάτ. Πολ. 467E.