οἰκοδεσπότης
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
ου, ὁ,
A master or steward of a house, Alex.225, Ev.Matt.10.25, PMeyer 24.2 (vi A. D.) : metaph., of God, Arr.Epict.3.22.4 (οἰκίας δ. was preferred by the Atticists, as in Pl.Lg.954b : so οἴκων δεσπόται X.Mem. 2.1.32, cf. Phryn.348). 2 native ruler, opp. foreign emperor, J.Ap.2.11. II Astrol., of a planet, owner of a domicile or otherwise predominant, Ptol.Tetr.97, Porph. ap. Iamb.Myst.9.5, Heph. Astr.1.13, PSI3.158.80 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδεσπότης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ δεσπότης ἢ κύριος οἴκου ἢ οἰκογενείας, Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 6, συχν. ἐν τῇ Καιν. Διαθ., κτλ.· ἀλλά: οἰκίας δεσπότης ἔλεγον κατὰ προτίμησιν οἱ Ἀττ., ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 954Β· οὕτως, οἴκου δ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 373. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρολογίᾳ ἕκαστον σημεῖον τοῦ ζῳδιακοῦ κύκλου ἦτο οἶκος διὰ τὸν πλανήτην, ὅστις εἰσερχόμενος εἰς τὸ ζῴδιον ἐθεωρεῖτο ὡς ἐπιδρῶν εἰς τοὺς μῆνας καὶ τὰς ἡμέρας ἐφ’ ὅσον ἐκυρίευε· τοῦτο ἐλέγετο οἰκοδεσποτεῖν, καὶ ὁ κυριεύων πλανήτης οἰκοδεσπότης.