Γάδαρα
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
[Γᾰ], ων, τά, a town in Palestine, Str.16.2.29:—Γᾰδᾰρεύς or Γᾰδᾰρηνός, ὁ, an inhabitant, Ev.Matt.8.28:—Γᾰδᾰρίς (sc. γῆ), ἡ, the country, Str.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
Γάδαρα: -ων, τά, πόλις ἐν Παλαιστίνῃ, Στράβ. 759: - Γαδαρεὺς ἢ Γαδαρηνός, ὁ κάτοικος αὐτῆς· - ἡ Γαδαρὶς (ἐνν. γῆ), ἡ χώρα, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.