θυννάζω
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
English (LSJ)
A spear a tunny-fish, strike with a harpoon, metaph., ἐς τοὺς θυλάκους Ar.V.1087.
German (Pape)
[Seite 1225] den Thunfisch mit dem Dreizack stechen; übertr., εἴς τι, Ar. Vesp. 1087, Schol. κεντοῦντες ὡς θύννους τοῖς τριόδουσι.
Greek (Liddell-Scott)
θυννάζω: κτυπῶ διὰ «καμακίου» θύννον, «καμακώνω»· μετάφ., κεντῶ, κεντρίζω, θυννάζοντες ἐς τοὺς θυλάκους Ἀριστοφ. Σφ. 1087.