λεπτόγραμμος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A written small or neat, Id.Symp.17.
German (Pape)
[Seite 30] feinlinig, mit seinen Strichen, sein gerieben, βιβλίον Luc. Conviv. 17.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόγραμμος: -ον, λεπτῶς γεγραμμένος, Λουκ. Συμπ. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
écrit en caractères très fins.
Étymologie: λεπτός, γράμμα.