δουλάριον
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
τό, Dim. of δούλη, Ar.Th.537, Metag.19, etc.; not used of male slaves, acc. to Luc.Lex.25, but cf. Arr.Epict.2.21.11.
German (Pape)
[Seite 660] τό, dim. von δοαλη, wie Luc. Lexiph. 25 ausdrücklich bemerkt ist; Ar. Thesm. 537; Metag. bei Poll. 3, 76.
Greek (Liddell-Scott)
δουλάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ δούλη, Ἀριστοφ. Θεσμ. 537, Μεταγ. ἐν Ἀδήλ. 3, κτλ.· οὐχὶ ἐν χρήσει ἐπὶ ἀρρένων δούλων, καθ’ ἃ λέγει ὁ Λουκ. Λεξιφ. 25, ἂν καὶ παρὰ μεταγεν. ὁ κανὼν οὗτος δὲν ἐτηρεῖτο, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 21, 11, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ον (τό) :
dim. de δούλος.