συνεξαμαρτάνω
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
A err along with, share in a fault, Th.3.43, Lys.3.12, etc.; τισι with them, Isoc.6.19, D.61.19, Chrysipp. Stoic.2.38, etc.; μετά τινος Antipho 5.76; σ. τοῖς Αἰτωλῶν ἀσεβήμασιν Plb.5.11.1.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξᾰμαρτάνω: ἁμαρτάνω, σφάλλομαι ὁμοῦ μετά τινος, Θουκ. 3. 43, Λυσί. 97. 29, κτλ.· τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 119Ε, Δημ., κλπ.· μετά τινος Ἀντιφῶν 138. 18· σ. τοῖς ἀσεβήμασί τινος Πολύβ. 5. 11, 1.
French (Bailly abrégé)
se tromper ou faillir avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἐξαμαρτάνω.