ἀναμίγνυμι

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

German (Pape)

[Seite 198] und ἀναμιγνύω, Plut. Num. 17 (s. μίγνυμι), vermischen, darunter mischen, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν Od. 4, 41; αμμίξας Il. 24, 529; πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. El. 705; τοῖσι πολλὰ ἔθνεα ἀναμεμίχαται Her. 1, 146; ἐν ταὐτῷ, vereinigen, Plat. Lys. 206 d; ἐν μέσοις Ἔλλησιν Xen. An. 4. 8, 8. – Med., mit einander verkehren, Plut. Num. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμίγνῡμι: καὶ -ύω, ποιητ. ἀμμίγνυμι, Βακχυλ. 26: ποιητ. ἀόρ. μετ. ἀμμίξας, Ἰλ. Ω. 529· πρβλ. ἀναμίσγω. Ἀναμιγνύω, συμμιγνύω, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν, ἀνέμιξαν, ἐν τμήσει, Ὀδ. Δ. 41· πάντα τὰ κρέα Ἡρόδ. 4. 26, καὶ Ἀττ., καμοί μἀναμίγνυσθαι (ὅ ἐ. μὴ ἀναμ-) τύχας τὰς σὰς Εὐρ. Ἱκ. 591. ΙΙ. συχνάκις ἐν τῷ παθητ., ἀναμιγνύομαι μετ’ ἄλλων, πάντες ἀναμεμιγμένοι Σοφ. Ἠλ. 715· τοῖσι … ἔθνεα πολλὰ ἀναμεμίχαται Ἡρόδ. 1. 146· Κάδμου παισὶν ἀναμεμιγμέναι Εὐρ. Βάκχ. 37· πάντες ἀλλήλοις Ἀριστ. Πολιτ. 6. 4, 19· ἐν μέσοις τοῖς Ἕλλησιν, πρβλ. Πλάτ. Φίλ. 48A, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 8: - ὡσαύτως, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ μάραγνα δ’ ἀμμεμίζεται (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάννου ἀντὶ μέλαινα δ’ αὖ μεμίξεται) Αἰσχύλ. Πέρσ. 1051. 2) ἑνοῦμαι μετὰ συνοδείας τινός, ὡς δὲ ἀνεμίχθημεν Δημ. 1259. 7: ἔρχομαι εἰς συγκοινωνίαν, Πλουτ. Νουμ. 20.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναμίξω, ao. ἀνέμιξα, pf. inus.
mêler l’un à l’autre, mélanger, confondre;
Moy. ἀναμίγνυμαι avoir des relations intimes.
Étymologie: ἀνά, μίγνυμι.