δημιόπρατα

From LSJ
Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημιόπρᾱτα Medium diacritics: δημιόπρατα Low diacritics: δημιόπρατα Capitals: ΔΗΜΙΟΠΡΑΤΑ
Transliteration A: dēmióprata Transliteration B: dēmioprata Transliteration C: dimioprata Beta Code: dhmio/prata

English (LSJ)

τά,

   A goods seized by public authority, and put up for sale, Ar.V.659, Poll.10.96, Ath.11.476e, Phalar.Ep.95; περὶ τῶν δ. πρὸς εὐθίαν, title of speech by Lys.

Greek (Liddell-Scott)

δημιόπρᾱτα: τά, πράγματα καταλαμβανόμενα ὑπὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ δήμου καὶ ἐκτιθέμενα εἰς πώλησιν· ἀπετέλουν δὲ ταῦτα μίαν τῶν προσόδων τοῦ δημοσίου ταμείου κατὰ τὸν Ἀριστοφ. Σφηξ. 659· πρβλ. Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 96, B öckh Ath. Staatsh. 1. 265., 2, 127 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
biens confisqués et vendus à l’encan.
Étymologie: δήμιος, πιπράσκω.