ὑποτείχισμα
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
English (LSJ)
ατος, τό,
A cross-wall, ibid.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτείχισμα: τό, ἐγκάρσιον τεῖχος, Θουκ. 6. 100.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mur de soutien construit au-dessous.
Étymologie: ὑποτειχίζω.