ταριχευτής
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A embalmer, of mummies, Hdt.2.89, PEleph.8.5 (iii B.C.), UPZ 102.8 (ii B.C.), Phld.Sign.2, D.S.1.91. 2 pickler, PFay.13.4 (ii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1071] ὁ, der einsalzt, einpökelt, einbalsamirt, Her. 2, 89.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρῑχευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ταριχεύων, βαλσαμώνων νεκρὰ σώματα, Ἡρόδ. 2. 89, Διόδ. 1. 91· ― παρὰ Μενέθωνι 4. 267, τᾰρῑχευτήρ, ῆρος· παρὰ Τζέτζ. τᾰρῑχεύς, έως.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui sale ou embaume.
Étymologie: ταριχεύω.