ἀπορρᾳθυμέω
From LSJ
English (LSJ)
A leave off in faintheartedness or laziness, τινός X. Mem.3.7.9: abs., Pl.R.449c, D.8.75. Adv. ἀπορρᾱθῡμ-ήτως, v.l. for ἀποραμυθήτως, Jul.Or.8.252a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρᾳθῡμέω: παραμελῶ τι ἕνεκεν ἀδιαφορίας ἢ ῥαθυμίας, μ. γεν, μὴ οὖν ἀπορρᾳθύμει τούτου, ἀλλὰ διατείνου μᾶλλον πρὸς τὸ σεαυτοῦ προσέχειν Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 9· ἀπολ., Πλάτ. Πολ. 449C, Δημ. 108. 21: πρβλ. ἀποδειλιάω. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. ἀπορρᾳθύμησις, ἡ, Βυζ. καὶ ἐπίρρ. ἀπορρᾳθυμήτως Ἰουλαν. 252Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se laisser aller à la mollesse ; ἀπ. τινος se relâcher ou s’abstenir, par mollesse, de qch, négliger par mollesse.
Étymologie: ἀπό, ῥᾳθυμέω.