Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
βυτίνη: ἡ, = πυτίνη, λέξις Ταραντίνη, Ἡσύχ. ― Ἴδε καὶ Λεξ. Κουμανούδη ἐν λ. β(υ)τινάριον.
ης (ἡ) := λάγυνος ou ἀμίς chez les Tarentins HSCH.Étymologie: DELG pê emprunt.