δυσαίων
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
English (LSJ)
ωνος, ὁ, ἡ,
A most miserable, Trag. only lyr., A.Th.926 (prob.), S.OC151; αἰὼν δ. a life that is no life, E.Hel.213; δ. ὁ βίος Id.Supp.960.
German (Pape)
[Seite 675] ωνος, unglücklich lebend; Soph. O. C. 149 u. sp. D.; αἰών u. βίος δ ., Unglücksleben, Eur. Hel. 214 Suppl. 960.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαίων: -ωνος, ὁ, ἡ, διάγων ζωὴν δύσκολον, δυστυχής, Αἰσχύλ. Θήβ. 927 (Δινδ.), Σοφ. Ο. Κ. 150· αἰὼν δυσαίων, ζωὴ ἀθλία, βίος ἀβίωτος, Εὐρ. Ἑλ. 214· δυσαίων δ’ ὁ βίος ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 960· - πρβλ. ἀβίωτος.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
dont la vie est malheureuse, infortunée.
Étymologie: δυσ-, αἰών.