ἐκριζόω
From LSJ
English (LSJ)
A root out, LXX Je.1.10, al., Aesop.179, Ev.Matt.13.29 :—Pass., LXX Wi.4.4, Babr.36.8, etc.; ἁρπασθεῖσα ὑπὸ τοῦ δαίμονος ἐξεριζώθη IG12(7).405.24 (Amorgos) ; in a form of execration, ἐκριζωθήσεται πανγενεί ib.3.1424.
German (Pape)
[Seite 778] entwurzeln, N. T. u. Sp.; ἐξεριζώθη Babr. 36, 8; aus der Wurzel hervortreiben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκριζόω: ἐκριζώνω, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 29, Achmes Ὀνειρ. 202. 206: - Παθ., Βαβρ. 36. 8, κτλ.· ἐν εἴδει κατάρας, ἐκριζωθήσεται πανγενεὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 916. 8. ΙΙ. παράγω ἐκ τῆς ῥίζης, Παλλάδ. Λαυσ. σ. 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. Pass. ἐξεριζώθην pour ἐξερριζώθην;
déraciner.
Étymologie: ἐκ, ῥιζόω.