ταριχεία
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
lon. ταριχηΐη, ἡ,
A preserving, pickling, in pl., εἰς ταριχείας φαῦλοι Arist.HA607b28, cf. Mete.359a16: sg., γογγυλίδας εἰς τ. POxy. 736.5 (i A.D.), cf. Gal.6.745. 2 mummification, PEleph.8.8 (iii B.C.), POxy.40.9 (ii A.D.). 3 maceration, Olymp.Alch.p.69B., al. II Ταριχεῖαι prob. factories for salting fish, Hdt.2.15,113, Str.3.1.8.
German (Pape)
[Seite 1071] ἡ, ion. ταριχηΐη, das Einsalzen, Einpökeln, Einbalsamiren, Luc. Necyom. 15. S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρῑχεία: Ἰων. -ηίη, ἡ, τὸ ταριχεύειν, ταρίχευσις, ἐν τῷ πληθ., εἰς ταριχείας φαῦλοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 30, 6, πρβλ. Μετεωρ. 2. 3, 36· εἰς τὰς ταριχείας τῶν νεκρῶν Διόδ. 19. 99. ΙΙ. αἱ Ταριχεῖαι, πιθανῶς ἐργοστάσια ἐν οἷς ἐταριχεύοντο ἰχθύες, οὐχὶ (ὡς δοξάζει ο Wessel.) τόπος πρὸς ταρίχευσιν νεκρῶν, Ἡρόδ. 2. 15, 113, πρβλ. Στράβ. 140, Πολυδ. ϛʹ, 48.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
salaison ; particul. embaumement d’un corps.
Étymologie: ταριχεύω.