λεοντική
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
Full diacritics: λεοντική | Medium diacritics: λεοντική | Low diacritics: λεοντική | Capitals: ΛΕΟΝΤΙΚΗ |
Transliteration A: leontikḗ | Transliteration B: leontikē | Transliteration C: leontiki | Beta Code: leontikh/ |
ἡ, a plant,
A = κακκαλία, Dsc. 4.122 (v.l. λεαντική). II a dye, PLeid.X.98.
[Seite 28] ἡ, eine Pflanze, sonst κακαλία genannt, Diosc.
λεοντική: ἡ, συνώνυμον τῷ (φυτῷ) κακαλία, Διοσκ. 4. 123.