ἐνεμέω
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
A vomit in, ἔς τι Hdt.2.172: metaph., Πιερίδεσσιν ἀπλυσίην ἐλέγων AP7.377 (Eryc.).
German (Pape)
[Seite 837] (s. ἐμέω), speien auf, εἴς τι, Her. 2, 172; ἐνήμεσε φλέγματά τινι Eryc. 11 (VII, 377).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεμέω: ἐμῶ ἔν τινι, ξερνῶ μέσα εἴς τι, ἐς ποδονιπτῆρα ἐνεμεῖν τε καὶ ἐνουρέειν Ἡρόδ. 2. 172· τινὶ Ἀνθ. Π. 7. 377.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἐνεμέσω, ao. ἐνήμεσα;
vomir dans, avec ἐς et l’acc..
Étymologie: ἐν, ἐμέω.