ἑσσόομαι
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
German (Pape)
[Seite 1043] ion. = ἡσσάομαι, Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἑσσόομαι: Ἰων. ἀντὶ ἡσσάομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἡσσάομαι.